βουλευτήρ

βουλευτήρ
βουλ-ευτήρ, ῆρος, ,
A = βουλευτής, Hsch. s.v. μάστροι.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βουλευτήριο — το (AM βουλευτήριον) το κτήριο ή ο χώρος όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές ή τα μέλη συμβουλίου αρχ. 1. το σύνολο των βουλευτών, οι βουλευτές ως σώμα 2. φρ. «δόλια βουλευτήρια» δόλιοι, κακόπιστοι σύμβουλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω)… …   Dictionary of Greek

  • βουλευτήριος — βουλευτήριος, ον (Α) ο αρμόδιος ή κατάλληλος να παρέχει συμβουλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω) «βουλευτής» (Ησύχ.) ή < βουλευτής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”